Ένα από τα θέματα των ημερών είναι και ο
επόμενος προπονητής στην Εθνική μας ομάδα και αν θα συνεχίσει στην ομάδα ο
Μίκαελ Σκίμπε ή θα επιλεγεί κάποιος Έλληνας για το πόστο του ομοσπονδιακού
τεχνικού. Πολλοί υποστηρικτές της παραμονής του Γερμανού τον συγκρίνουν και με
τον Ότο Ρεχάγκελ, κυρίως λόγω της κοινής καταγωγής τους. Ο Ρεχάγκελ ανέλαβε την
Εθνική μας το 2001 και έμεινε ως το 2010 και ο Σκίμπε ανέλαβε το 2015. Πάμε να
δούμε τι έκαναν πριν έρθουν στη χώρα μας.
Ο Ρεχάγκελ ξεκίνησε την προπονητική του
καριέρα το 1972, σχεδόν 30 χρόνια πριν αναλάβει την Εθνική μας, από την
Ροκενχάουζεν και την επόμενη χρονιά δούλεψε στην Σααμπρίκεν. Ακολούθησαν για
μια διετία οι Κίκερς Όφενμπαχ, με την 1η χρονιά να είναι βοηθός, η
Βέντερ Βρέμης για λίγο το 1976 και κατόπιν για μια διετία στη Ντόρντμουντ. Τη
σαιζόν 1978 -79 ήταν στην Αρμίνια Μπίλεφεντ και την επόμενη στη Φορτούνα
Ντίσελντορφ. Έχοντας πλέον αποκτήσει εμπειρίες και όντας έτοιμος, ανέλαβε τη
Βέντερ Βρέμης το 1981, στον πάγκο της οποίας παρέμεινε για 14 σερί σαιζόν και
ανέβασε κατακόρυφα το σύλλογο, όπως και ο σύλλογος απογείωσε τον Ότο, καθότι
είναι μεγάλη υπόθεση μια ομάδα να σε περιβάλει με εμπιστοσύνη, να σε αφήνει να
κάνεις τη δουλεία σου, να δοκιμάζεις πράγματα και να πας πιο βαθιά στον τρόπο
δουλειά σου σε θέματα τακτικής, εκγύμνασης, προετοιμασίας και χειρισμού
διαφόρων καταστάσεων. Μέχρι να την αναλάβει ο Ότο η Βέντερ είχε ένα πρωτάθλημα
Γερμανίας το 1965 και ένα κύπελλο το 1961. Με τον Ρεχάγκελ στον πάγκο της
κατέκτησε δύο πρωταθλήματα το 1988 και το 1993, δύο κύπελλα το 1991 και το 1994
και το κύπελλο Κυπελλούχων το 1992 νικώντας με 2-0 τη Μονακό στο στάδιο «Ντα
Λουζ» της Λισαβόνας. Επίσης βγήκαν από την ομάδα μεγάλοι παίκτες που
πρωταγωνίστησαν μετέπειτα στο Γερμανικό και το Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Η σαιζόν 1995 -96 βρίσκει τον Ότο στον
πάγκο της μεγάλης Μπάγερν Μονάχου, που την προηγούμενη σαιζόν είχε τερματίσει 6η
στο Γερμανικό πρωτάθλημα. Ακόμα και εκεί ο Ότο δε δίστασε να συγκρουστεί με το
αρρωστημένο περιβάλλον της ομάδας αλλά και με σταρ όπως ο Κλίσμαν. Απολύθηκε
ενώ ακόμα ήταν μέσα στη διεκδίκηση του τίτλου και έχοντας οδηγήσει την ομάδα
στον τελικό του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ (τον οποίο τελικά κατέκτησε με τον Μπεκενμπάουερ
στον πάγκο), αποκλείοντας τη Μπαρτσελόνα με διπλό στο «Καμπ Νου» (2-2 το 1ο
ματς στη Γερμανία).
Πηγαίνει στην Καιζερσλάουτερν που είναι
στη Β΄ κατηγορία της Γερμανίας και κερδίζει την άνοδο στη Μπουντεσλίγκα….. και
την 1η σαιζόν μετά την άνοδο κάνει το θαύμα και κερδίζει το πρωτάθλημα με 2 βαθμούς διαφορά από τη
Μπάγερν, παίρνοντας την εκδίκηση του. Βγάζοντας ποδοσφαιρικό εγωισμό και
κοντράροντας στα ίσα το τοτέμ του
Γερμανικού ποδοσφαίρου Φρανς Μπεκενμπάουερ. Στη Λάουτερν έμεινε μέχρι το 2000.
Το
2001 ανέλαβε την Εθνική μας ομάδα με τα γνωστά αποτελέσματα και το θρίαμβο του
2004. Και εδώ δε δίστασε να συγκρουστεί και να αποκλείσει από την ομάδα παίκτες
μεγάλης αξίας που δε συμμορφωνόταν με τα «θέλω του». Στηρίχτηκε, όχι στην ομάδα
του σερί πρωταθλητή Ολυμπιακού, αλλά σε παιδιά που έπαιζαν κυρίως στον
Παναθηανϊκό και μεγαλουργούσαν με μεγάλες πορείες στην Ευρώπη. Τον κατηγορούσαν
ότι δεν έμενε στην Ελλάδα για να παρακολουθήσει ματς του πρωταθλήματος μας, λες
και αν έβλεπε το Λεβαδειακός – Παναιτωλικός θα καλούσε παίκτες από εκεί. Δεν
τον ενδιέφερε το ελληνικό ποδόσφαιρο και η ανάπτυξη του αλλά η 1η
ομάδα που δούλευε. Έφτιαξε ένα συγκεκριμένο ρόστερ παικτών και σε αυτούς
βασιζόταν μέχρι που έφυγε. Κατάφερε το πρωτάκουστο για την Εθνική μας, να δεθούν
οι παίκτες μεταξύ τους, να αφήσουν εκτός τις κόντρες των συλλόγων τους και να
γίνουν οικογένεια. Ήρθε στη χώρα μας ως ήδη φτασμένος προπονητής, έχοντας
καθίσει σε πάγκους μεγάλων Γερμανικών ομάδων και έχοντας κατακτήσει τίτλους.
Γνώριζε τη δουλειά του προπονητή και είχε πάθος με τη νίκη. Έχει λεχθεί ότι
παρακολουθούσε με κιάλια την προπόνηση αντίπαλης ομάδας πριν το Γιούρο του 2004
για να κατασκοπεύσει την τακτική πάνω στην οποία δούλευε ο αντίπαλος
προπονητής. Σα σωστός Γερμανός έδινε μεγάλη βάση στην κατασκοπία του αντιπάλου.
Ψάχτηκε στην τακτική και είδε ότι στο υλικό της ομάδας ταίριαζε το 5-3-2 που
εκείνη την εποχή θεωρούνταν αναχρονιστικό και δεν το έπαιζε κανένας. Δε δίστασε
να παίξει και μαν του μαν, π.χ. με το Σεϊταρίδη στον Ανρί, που ακόμα και σήμερα δεν το κάνεις κανείς
προπονητής στον κόσμο. Πήρε κούπα όμως
και έγινε σύγχρονος και μοντέρνος ! Όταν ανέλαβε την ομάδα μας ήταν ήδη 63 χρονών
και όταν έφυγε το 2010 είχε φτάσει τα 72, παρέμενε όμως αιώνια έφηβος, με
ακόρεστη όρεξη για δουλειά και επιτυχίες.
Πάμε στον Σκίμπε…..που ξεκίνησε την
προπονητική του καριέρα σε ηλικία 22 χρονών, στη 2η ομάδα της Σάλκε
το 1988 και την επόμενη σαιζόν πήγε στη 2η ομάδα, της έτερης ομάδας
της κοιλάδας του Ρουρ, τη Ντόρντμουντ στην οποία έμεινε για 6 χρόνια. Το 1995
και για μια τριετία ανέλαβε βοηθός προπονητή στην 1η ομάδα της
Ντόρντμουντ, όπου θήτευσε και δίπλα στον Ότμαρ Χίτζφελντ σε μια ιδιαίτερα
πετυχημένη περίοδο για την ομάδα, με πρωταθλήματα Γερμανίας αλλά και το 1ο
της και μοναδικό κύπελλο του Τσάμπιονς Λιγκ .
Το 1998, σε ηλικία 32 χρονών έγινε ο
νεότερος προπονητής που μέχρι τότε είχε καθίσει σε πάγκο ομάδα της
Μπουντεσλίγκα, όταν για μια διετία αναλαμβάνει 1ος
προπονητής στη Ντόρντμουντ…. χωρίς όμως να πετύχει κάτι σημαντικό ή να
κατακτήσει κάποιον τίτλο. Ξεκίνησε πολύ ελπιδοφόρα και με προοπτικές την
προπονητική του καριέρα, όμως…..
Το καλοκαίρι του 2000 αποδέχεται να
καλύψει την έλλειψη διπλώματος προπονητή του Ρούντι Φέλερ και να καθίσει ως
βοηθός του στον πάγκο της Εθνικής Γερμανίας. Πήγαν στον τελικό του Μουντιάλ
2002, αλλά μετά τον αποκλεισμό στον 1ο γύρο στο Γιουρο 2004
παραιτήθηκαν αμφότεροι, με το Σκίμπε να μένει ως τεχνικός διευθυντής στην
ομοσπονδία για ένα επιπλέον χρόνο.
Αναλαμβάνει τη Λεβερκούζεν τον Οκτώβριο
του 2005, στον πάγκο της οποίας παρέμεινε ως τον Μάιο του 2008 χωρίς να
κατακτήσει κάποιον τίτλο. Τη σαιζόν 2008 -09 αναλαμβάνει τη Γαλατά Σαράι και
κατακτά το Σούπερ Καπ Τουρκίας με νίκη 2-1 επί της Καϊσέρισπορ…..και αντέχει
μέχρι το Φεβρουάριο οπότε και απολύθηκε. Πάει για μια διετία στην Άιντραχτ
Φρανκφούρτης και η ομάδα σκάει στα χέρια του και υποβιβάζεται. Ξαναγυρίζει στην
Τουρκία και αναλαμβάνει την Εσκισεχιρσπορ, πάει σχετικά καλά για το μέγεθος της
αλλά το Δεκέμβριο αποχωρεί για να αναλάβει τη Χέρτα Βερολίνου. Πέντε ήττες σε
πέντε αγώνες και τον σφουγγαρίζουν. Γίνεται γυρολόγος, πάει στην Καραμπουκσπορ
για 6 μήνες, ακολουθεί για 2 χρόνια η Γρασχόπερς και πάλι η Εσκισεχιρσπορ,
χωρίς να έχει να επιδείξει κάποια επιτυχία ή έστω ακόμα και την ανάδειξη
κάποιου παίκτη. Δεν έχει τίτλους στην καριέρα του, ούτε μπήκε στη πίεση του
υψηλού πρωταθλητισμού ως 1ος προπονητής.
Η Εθνική μας ομάδα, μετά τον Ότο και τον
Σάντος, χάρη σε τραγικά λάθη των ανθρώπων της, παραπαίει στα χέρια του Ρανιέρι
και των Καραγκούνη – Μαρκαριάν. Ο Σκίμπε αναλαμβάνει την ομάδα μας στις 29
Οκτωβρίου 2015. Δίπλα του τοποθετείται ως βοηθός ο μέχρι τότε προπονητής της
Εθνικής ομάδας των Ελπίδων Κώστας Τσάνας και η ομοσπονδία του προσφέρει ότι
ζητάει, μάγειρα, διατροφολόγο, υπηρεσία στατιστικής ανάλυσης. Συμμαζεύει την
ομάδα με τη βοήθεια των παικτών με προσωπικότητα, όπως οι Τοροσίδης και
Σωκράτης, επαναφέρει το καλό κλίμα στις τάξεις της και αφήνει εκτός ομάδας το
άρρωστο περιβάλλον που την κατάστρεψε την προηγούμενη διετία. Έτσι, κάνει μια καλή πορεία στον όμιλο για την
πρόκριση στο Μουντιάλ της Ρωσίας αλλά αποκλείεται από την Κροατία στα μπαράζ. Δεν
παρουσίασε κάτι το ιδιαίτερο αγωνιστικά αυτά τα δύο χρόνια στην ομάδα.
Βασίστηκε αποκλειστικά στην επιτυχημένη αμυντική συνταγή της ομάδας,
προεξέχοντος του διδύμου Μανωλά – Σωκράτη. Δεν έδωσε μια ταυτότητα στην ομάδα,
ιδιαίτερα επιθετικά που η ομάδα παραμένει στατική, προβλέψιμη και ακίνδυνη. Δε
δημιούργησε δίδυμα παικτών στον άξονα και στα πλάγια. Ποιος παίζει μπροστά από
τον Τοροσίδη? Αρκούν οι Τζαβέλας – Σταφυλίδης για αριστερά? Διπλά στον Ζέκα στα
χαφ? Ποιος είναι ο φορ πίσω από τον Μήτρογλου όταν αυτός απουσιάζει? Δεν πήρε
μεγάλες αποφάσεις και πρωτοβουλίες.
Ο Ότο
είχε καθιερώσει ένα 4-3-3 με τον Χαριστέα αριστερά, τον Γιαννακόπουλο δεξιά και
τον Βρύζα φορ και το έκανε και λειτούργησε. Είχε Τσιάρτα στον πάγκο αν ήθελε να
αλλάξει τη ροή ενός αγώνα, Ντέμη Νικολαϊδη για 2ο φορ, Καψή,
Νταπίζα, Γκούμα για δίπλα στον Δέλλα, Μπασινά, Κατσουράνη και Ζαγοράκη στα χαφ
πίσω από τον Καραγκούνη. Θα μου πείτε καλύτεροι παίκτες…Ήταν πράγματι? Γιατί αν
θυμάμαι καλά δεν έπαιζαν στις ομάδες τους στο εξωτερικό, ούτε έπαιρναν τίτλους
στην Ελλάδα…..ο Ότο τους έκανε, αυτός ανέβασε τον Έλληνα ποδοσφαιριστή. Ήρθε
φτασμένος στη χώρα μας και με όρεξη για δουλειά, ταίριαξε με την ομάδα,
ξεκαθάρισε τη θέση του και δεν υποκρίθηκε.
Πάει με τον Τσάνα και βλέπει ματς του
Ελληνικού πρωταθλήματος ο Σκίμπε και καλά κάνει….υπάρχει όμως περίπτωση, σε ένα
κρίσιμο ματς με αντίπαλο για παράδειγμα το Βέλγιο και αν λείπει ας πούμε ο
Ζέκα, να ξεκινήσει τον Σιώπη του Πανιωνίου στη θέση του? Όχι, με Ταχτσίδη –
Τζιόλη ή Μανιάτη θα πάει. Αν λείπει ο Σωκράτης, να ξεκινήσει τον Ρισβάνη δίπλα
στον Μανωλά? Όχι, με Κυριάκο Παπαδόπουλο θα πάει. Και ου το καθεξής.
Άρα εφόσον μείνει ο Σκίμπε καλό θα ήταν
να πάει στα βήματα του Ότο και να καταλήξει σε ένα συγκεκριμένο ρόστερ από
παίκτες που αγωνίζονται είτε στο εξωτερικό, είτε στους 4 μεγάλους του Ελληνικού
πρωταθλήματος και γνωρίζουν από υψηλές απαιτήσεις και σκληρό πρωταθλητισμό, να μιλάει μαζί τους για να ενημερώνεται για
την κατάστασή τους και τη φόρμα τους, να κατασταλάξει σε μια τακτική στην ομάδα
που θα φέρνει νίκες έστω και με 1-0 σαν άλλοτε, να πάρει αποφάσεις, π.χ. ο Ότο
έριχνε πάγκο στον Τσίαρτα και έπαιρνε από αυτόν το κάτι διαφορετικό όταν τον
έριχνε στο ματς, μπορεί ο Σκίμπε να κάνει το ίδιο με τον Φορτούνη? Να τον
πείσει ότι δε σε ξεκινάω γιατί θέλω τρεξίματα στην αρχή του ματς και όταν κουραστούν
οι αντίπαλοι θα σε βάλω να τους καθαρίσεις. Επίσης να καταστρώνει τακτική
αντιμετώπισης του κάθε αντιπάλου, να τον μελετάει, να τον κατασκοπεύει και να
τον παραδίδει τεμαχισμένο στο πιάτο στους παίκτες, ώστε αυτοί να ξέρουν κάθε
λεπτομέρεια και κάθε πτυχή που θα αντιμετωπίσουν μες το παιχνίδι. Καλοί οι μάγειρες και οι στατιστικές αλλά το
ποδόσφαιρο και ο προπονητής φαίνονται μες το γήπεδο και ας θεωρείται αυτό
αναχρονιστικό.
Συμπέρασμα : ο Ότο ήταν προπονητής ποδοσφαίρου με καύλα
για τη νίκη. Ο Σκίμπε ένας τεχνοκράτης της σύγχρονης εποχής, που συνήθως αυτοί
αποτυγχάνουν. Άλλο τα λεφτά και άλλο η δίψα για επιτυχίες, για νίκες, για δόξα,
για μάχη….
SAM
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου